- κουπί
- Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη λαβή ή στο χερούλι και στο σημείο όπου το κ. στηρίζεται στην κουπαστή (σκαρμός). Το υπομόχλιο βρίσκεται στην περιοχή της κουτάλας (παλάμης) που βυθίζεται στο νερό. Το κοινού τύπου κ. χωρίζεται στο χερούλι (το εγχειρίδιον των αρχαίων), στο ξυστό, σχήματος περίπου κυλινδρικού –στη μέση του οποίου είναι το άσκωμα, δηλαδή το μέρος όπου μπαίνει ο στρόπος– και στην κουτάλα ή παλάμη, η οποία γενικά είναι φαρδύτερη στην άκρη. Το κ. συγκρατείται στην κουπαστή του σκάφους με τον στρόπο (τροπωτήρα), ένα δαχτυλίδι από σχοινί που περιβάλλει το κ., ο οποίος στροπώνεται, δηλαδή συγκρατείται στον σκαρμό (σκαλμό), ή με την εγκοπίδα (χωρίς στρόπο), μεταλλικό τεμάχιο με ημικυκλική διαμόρφωση και με πόδι που μπαίνει στη σκαλμοδόχη (επισκαλμίδα), την υποδοχή δηλαδή όπου μπαίνει ο σκαρμός. Μερικές φορές, προπάντων στα κ. των σκαφών λεμβοδρομίας, το τμήμα του κ. που στηρίζεται στον σκαρμό επενδύεται με κιοσελέ (άσκωμα), δηλαδή κομμάτι κετσέ ή δέρματος. Στα σκάφη με πολλά κ. της κλασικής αρχαιότητας και στις γαλέρες, το κ. είχε μήκος 7-10 μ. και το χειρίζονταν 2-5 κωπηλάτες. Από την εποχή των ιστίων οι διαστάσεις του περιορίστηκαν πολύ.
Υπάρχουν ποικίλα είδη κωπηλασίας, στο καθένα από τα οποία αντιστοιχεί και ειδικός τύπος κ. Στον συνηθισμένο τρόπο κωπηλασίας, το σκάφος μπορεί να κωπηλατείται με τον κωπηλάτη όρθιο και στραμμένο στην πλώρη ή καθιστό και στραμμένο προς την πρύμνη. Όταν το εσωτερικό μέρος του κ. –αυτό που είναι από το μέσα μέρος του σκαρμού– είναι μικρού μήκους, η προσπάθεια που καταβάλλει ο κωπηλάτης αξιοποιείται λιγότερο, εξαιτίας του μικρότερου μήκους του βραχίονα της δύναμης. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν κ. κατά ζεύγη, με δύο κωπηλάτες, έναν από κάθε πλευρά, καθένας από τους οποίους χειρίζεται το δικό του κ., ή με έναν κωπηλάτη, που χειρίζεται συγχρόνως και τα δύο κ. Το κ. των σκαφών λεμβοδρομίας είναι ελαφρύ, με κορμό ομοιόμορφου πάχους και έχει την κουτάλα κοντή και περισσότερο πλατειά και κυρτή. Σε μερικά σκάφη αγώνων, το σύστημα των σκαρμών, που είναι μεταλλικό, εξέχει αρκετά από την κουπαστή.
Ένα άλλο κ. είναι το δίπλατο του καγιάκ και των κανό, με κουτάλα και από τις δύο άκρες, που βυθίζονται διαδοχικά στο νερό, δεξιά και αριστερά του σκάφους. Ο κορμός αυτού του κ., μάλλον λεπτός, έχει ομοιόμορφη τομή και ο κωπηλάτης τον κρατά από τη μέση. Το κ. και αυτό το είδος κωπηλασίας τα χρησιμοποιούν σήμερα οι πρωτόγονοι λαοί και επίσης χρησιμοποιούνται στα κανό. Ένας άλλος τύπος κ., αρχαιότατος, τον οποίο χρησιμοποιούν και σήμερα οι ιθαγενείς των διαφόρων ηπείρων, είναι η παγάια που έχει μόνο μία κουτάλα, γενικά πλατειά και κοντή. Για να δώσει σχεδόν ευθύγραμμη κίνηση στο σκάφος, ο κωπηλάτης, όταν είναι μόνος του, βυθίζει την κουτάλα διαδοχικά από τις δύο πλευρές του σκάφους. Στους δύο τελευταίους τύπους το κ. δεν στηρίζεται σε σκαρμό, γιατί για στήριγμα χρησιμεύει το χέρι του ίδιου του κωπηλάτη. Ένα άλλο είδος χειρισμού του κ. είναι η γουργούλα (ουράδιον). Αυτή εκτελείται από έναν κωπηλάτη με ένα κ. που εκτείνεται από την πρύμνη και στηρίζεται σε ειδική εγκοπή. Ο χειρισμός του γίνεται περιστροφικά σε σχήμα 8. Αυτό το είδος κωπηλασίας χρησιμοποιείται σε μικρές βάρκες. Βλ. λ. κωπηλασία.
Ταϊβανέζοι κωπηλατούν χρησιμοποιώντας κουπιά τύπου παγάια (φωτ. ΑΠΕ).
Τα κουπιά των σκαφών λεμβοδρομίας είναι ελαφριά, με κορμό ομοιόμορφου πάχους και κουτάλα κοντή, πλατειά και κυρτή (φωτ. ΑΠΕ).
ΚΟΥΠΙΑ
* * *το (Μ κουπί[ο]ν)1. όργανο που χρησιμοποιείται για την προώθηση ή την οδήγηση μικρού σκάφους και που αποτελείται από ένα μακρύ στέλεχος το οποίο στο ένα άκρο του καταλήγει σε πλατύ πτερύγιο2. (ειδ.) το πλατύ κάτω μέρος τού κουπιού, αλλ. ταρσός, σπάθη, φτερόνεοελλ.φρ. α) «τραβώ κουπί» — κωπηλατώ, λάμνωβ) «παίρνει το κουπί μου νερό» — εξοικειώνομαι με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κωπίον (υποκορ. τού κώπη), με κώφωση τού -ω- σε -ου-].
Dictionary of Greek. 2013.